αιδοιολείκτης (ο) = ο μουνογλύφτης. στις Eκκλησιάζουσες του Aριστοφάνη αναφέρεται κάποιος γνωστός αιδοιολείκτης αθηναίος με το όνομα σμοίος , ως "ο τα των γυναικών διακαθαίρει τρύβλια" (αυτός που καθαρίζει τις "γαβάθες" (αιδοία) των γυναικών)
Az, aki a no ''madarat'' nyalogatja. Aristophanes emliti az Aldozatvivokben, mint olyan ismert atheni polgart, aki a nok ''oblos edenyet'' takaritja.
Headword: Κινυρή Adler number: kappa,1652 Translated headword: wailing Vetting Status: low Translation: Pitiful, lamenting. Greek Original: Κινυρή: οἰκτρά, θρηνητική. Notes: Same definition given in Photius, and a similar definition (ὀδυρτική, θρηνητική "mourning, lamenting") in the D scholia to Homer, Iliad 17.5, where the form occurs as cited (feminine nominative singular), of a mother cow, in a simile. See also kappa 1653, kappa 1654 .
Keywords: definition; dialects, grammar, and etymology; epic; imagery; zoology
Headword: Κινύρα Adler number: kappa,1650 Translated headword: kinyra, kinnor Vetting Status: high Translation: A musical instrument, or kithara. [So called] from moving [kinein] the strings [neura]. Greek Original: Κινύρα: ὄργανον μουσικόν, ἢ κιθάρα. ἀπὸ τοῦ κινεῖν τὰ νεῦρα. Notes: For the kithara see kappa 1590. M.L. West, Ancient Greek Music (Oxford 1992) 60: "In the interests of completeness I should perhaps mention kinyra, which is the Greek rendering of the Hebrew כִּנּוֹר kinnor (Septuagint, Josephus) and has no existence as a Greek instrument". See also LSJ s.v. (web address 1).
Keywords: definition; dialects, grammar, and etymology; meter and music
κινύρα, έγχορδο όργανο με δέκα χορδές, όπως η κιθάρα · παιζόταν με πλήκτρο ή και απευθείας με τα δάχτυλα. Συνδεόταν με πένθιμη μουσική· το ρήμα κινύρω ή κινύρομαι σήμαινε θρηνώ· Ησ.: "κινύρειν· θρηνείν, κλαίειν". Η Σούδα συνδέει το όνομα κινύρα με τον μυθικό βασιλιά της Πάφου στην Κύπρο· όπως λέει (η Σούδα ), ο βασιλιάς, επειδή διαγωνίστηκε χωρίς επιτυχία με τον Απόλλωνα, πήρε το παρατσούκλι Κινύρας από το όργανο κινύρα. Η κινύρα ήταν ασιατικής ή εβραϊκής καταγωγής· το εβραϊκό κίννορ, ένα συγγενικό όνομα, ήταν μια κιθάρα με δέκα χορδές και παιζόταν με πλήκτρο (πρβ. Sachs Ιστορ. Μουσ. Οργ. 107). Η Σούδα λέει απλά: "κινύρα· όργανον μουσικόν ή κιθάρα· από του κινείν τα νεύρα" (κινύρα· μουσικό όργανο ή κιθάρα· από το [ρήμα] κινώ [θέτω σε δόνηση] τις χορδές). Και ο Ησύχιος επίσης γράφει: "κινύρα· όργανον μουσικόν, κιθάρα". H λέξη κινυρός σήμαινε θρηνητικός, θλιμμένος. Πρβ. Σούδα στη λ. κινύρα ("κινύρα· κινυρόμεθα, κινυρομένη").
Suda emliti Ciprus mitikus kiralyat es hangszeret. Apollonnal vetelkedett, sikertelenul. Nevet adta a a zeneszerszamanak : Kinura. Tiz hurja volt, a kitharaval vetik egybe. Kinuros gyaszt, szomorusagot jelent.
αιδοίον = γενικά τα γεννητικά όργανα και της γυναίκας και του άντρα (ειδικώτερα στο ενικό αριθμό αφορά την γυναίκα, ενω στι πληθυντικό τον άντρα, οι σπαρτιάτες "τα αιδοία δείκνυσι", Ar. Lys.)
Altalaban a nemi szerve a ferfinak es a nonek (egyes szamban nore vonatkozik), mig tobbes szamban ferfiakra. A spartaiaknal "τα αιδοία δείκνυσι", (Aristophanes, Lysistrate).
Denn an Sinnlichkeit überragt ihn das Weib, das der Begierde Stachel stärker antreibt, und das den zehnfachen geschlechtsgenuss empfindet. Pasa gyné potéei mallon tou aneron,* Nonn. Doinys. 42, 210 ff. Pausan. 8, 24, 4. Die geschlichtliche Entwicklung der dem **
--------------------------------------------------------------------------------- *görögül az idézet ** Im.: 242. p.
Bachofen, Johann Jacob: Das Mutterrecht, Eine Untersuchung über die Gynäkokratie der Alten Welt nach ihrer religiösen und rechtlichen Natur ('Az anyajog, a régi világ nőuralmának vizsgálata vallási és jogi természete szerint' 1861.)